καταφώτιστος

καταφώτιστος
καταφώτιστος, -η, -ο και κατάφωτος, -η, -ο
αυτός που φωτίζεται πολύ, φωτόλουστος: Το δωμάτιο αυτό είναι καταφώτιστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταφώτιστος — η, ο κατάφωτος, γεμάτος λάμψη, καταφωτισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταφωτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο Ημερολόγιον Αθηναϊκόν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”